Ετυμολογία

επεξεργασία
adpello < (λατινικά) ad (la) + (λατινικά) pello (la)

adpello (la) & appello (la) (adpellō1, adpellāvī, adpellātum, adpellāre)

  1. ονομάζω, αποκαλώ
  2. προσαγορεύω, προσφωνώ
  3. παρακαλώ