Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.dɛpt/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
adepte adeptes

adepte (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. οπαδός, υποστηρικτής
  2. θαυμαστής, λάτρης