acribique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- acribique < acribie
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
acribique | acribiques |
acribique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- πάρα πολύ ακριβής, φροντισμένος
ενικός | πληθυντικός |
acribique | acribiques |
acribique (fr) αρσενικό ή θηλυκό