Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φροντισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φροντισμέν
ος
η
φροντισμέν
η
το
φροντισμέν
ο
γενική
του
φροντισμέν
ου
της
φροντισμέν
ης
του
φροντισμέν
ου
αιτιατική
τον
φροντισμέν
ο
τη
φροντισμέν
η
το
φροντισμέν
ο
κλητική
φροντισμέν
ε
φροντισμέν
η
φροντισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φροντισμέν
οι
οι
φροντισμέν
ες
τα
φροντισμέν
α
γενική
των
φροντισμέν
ων
των
φροντισμέν
ων
των
φροντισμέν
ων
αιτιατική
τους
φροντισμέν
ους
τις
φροντισμέν
ες
τα
φροντισμέν
α
κλητική
φροντισμέν
οι
φροντισμέν
ες
φροντισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φροντισμένος
< μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος
φροντίζω
Μετοχή
επεξεργασία
φροντισμένος
, η, ο
περιποιημένος
Αντώνυμα
επεξεργασία
αφρόντιστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φροντισμένος
αγγλικά
:
neat
(en)
,
tidy
(en)