acquisitif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | acquisiif | acquisiifs |
θηλυκό | acquisiive | acquisiives |
Επίθετο
επεξεργασίαacquisitif (fr)
- που αποσκοπεί στην απόκτηση
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | acquisiif | acquisiifs |
θηλυκό | acquisiive | acquisiives |
acquisitif (fr)