acharné
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | acharné | acharnés |
θηλυκό | acharnée | acharnées |
Επίθετο
επεξεργασίαacharné (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη acharner
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | acharné | acharnés |
θηλυκό | acharnée | acharnées |
acharné (fr)