accusé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | accusé | accusés |
θηλυκό | accusée | accusées |
accusé (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | accusé | accusés |
θηλυκό | accusée | accusées |
accusé (fr) αρσενικό