Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ku.dwaʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
accoudoir accoudoirs

accoudoir (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία