accouder
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
accouder (fr)
- (pronominal: αντωνυμικό) στηρίζομαι με τους αγκώνες
- il s'est accoudé au rebord de la fenêtre - στηρίχτηκε με τους αγκώνες στο περβάζι του παραθύρου
accouder (fr)