Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
accessorio
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ιταλικά (it)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Ιταλικά
(it)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
accessorio
<
λατινική
accessorium
<
ad
+
cedere
Ουσιαστικό
επεξεργασία
accessorio
(it)
αρσενικό
εξάρτημα
,
συμπλήρωμα
Συγγενικά
επεξεργασία
accessoriato
accessorista