accertamento
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- accertamento < accertare
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
accertamento | accertamenti |
accertamento (it) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
accertamento | accertamenti |
accertamento (it) αρσενικό