abitante
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- abitante < μετοχή του ρήματος abitare
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
abitante | abitanti |
abitante (it) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
abitante | abitanti |
abitante (it) αρσενικό ή θηλυκό