abisso
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
abisso | abissi |
Ετυμολογία
επεξεργασία- abisso < λατινική abyssus < αρχαία ελληνική ἄβυσσος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαabisso (it) αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- abisso - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).