• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

abbronzato

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό abbronzato abbronzati
θηλυκό abbronzata abbronzate

abbronzato (it)

  • μαυρισμένος (από τον ήλιο)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=abbronzato&oldid=3753259"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Μαΐου 2017, στις 08:26

Γλώσσες

    • Aymar aru
    • Deutsch
    • English
    • Suomi
    • Français
    • Italiano
    • Polski
    • Svenska
    • Türkçe
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Μαΐου 2017, στις 08:26.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας