Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

abbadia < badia

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
abbadia abbadie

abbadia (it) θηλυκό

  1. μονή
  2. μοναστήρι