Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

abbacinatore < abbacinare

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
abbacinatore abbacinatori

abbacinatore (it)

  1. κάτι το θαμπό, που παρασύρει, με ψεύτικες υποσχέσεις


  Επίθετο επεξεργασία

abbacinatore (it)

  1. εκθαμβωτικός