ενικός         πληθυντικός  
abannation abannations

  Ετυμολογία

επεξεργασία
abannation < (λόγιο δάνειο) υστερολατινική abbanatio

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abannation (en)

  • abannation στο αγγλικό Βικιλεξικό



      ενικός         πληθυντικός  
abannation abannations

  Ετυμολογία

επεξεργασία
abannation < (λόγιο δάνειο) υστερολατινική abbanatio

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abannation (fr) θηλυκό