Met
Διεθνείς όροι επεξεργασία
Συντομομορφή επεξεργασία
Met
- (βιοχημεία) συντομογραφία του αμινοξέος μεθειονίνη. Συμβολίζεται και με M.
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Met (de)
- το υδρόμελο
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Met < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Met αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]