Chełm
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Chełm < πρωτοσλαβική *xъlmъ (λόφος)[1]
Προφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαChełm (pl) αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.