Ετυμολογία

επεξεργασία
Boyacoğlu < επάγγελμα boyac(ı) (μπογιατζής, βαφέας) + πατρωνυμικό -oğlu (-όγλου)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: Μπογιατζόγλου > Βογιατζόγλου

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Boyacoğlu (tr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία