Ετυμολογία

επεξεργασία
Boyacıoğlu < επάγγελμα boyacı (μπογιατζής, βαφέας) + πατρωνυμικό -oğlu (-ογλου)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: Μπογιατζίογλου

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Boyacıoğlu (tr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο), Μπογιατζίογλου
    ⮡  Ahmet Boyacıoğlu (ανδρικό, ο Αχμέτ Μπογιατζίογλου, [internet, 2021])
    ⮡  Zeynep Boyacıoğlu (γυναικείο, η Ζεϊνέπ Μπογιατζίογλου, [internet, 2021])
  2. τοπωνύμιο της Τουρκίας

Συγγενικά

επεξεργασία