Ετυμολογία

επεξεργασία
Anhalt < an (στο) + halten (σταματάω)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈanˌhalt/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Anhalt (de) αρσενικό

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Anhalt (de) αρσενικό

  1. δουκάτο της Γερμανίας, το Άνχαλτ
  2. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.