Ετυμολογία

επεξεργασία
Altenburg < alt (παλαιός) (αιτ. alten) + Burg (πύργος). Κυριολεκτικά «παλαιός πύργος».[1]

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Altenburg (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.



Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Altenburg αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,



Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Altenburg αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden