Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Alaska < αλεουτιανά alaxsxaq (προς τα εκεί που χτυπούν τα κύματα, δηλ. στεριά)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /əˈlæs.kə/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: A‐las‐ka

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Alaska (en)

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press. 



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.la.ska/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Alaska (fr)



Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Alaska (de) ουδέτερο



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Alaska (it) θηλυκό