*κροαίνω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
*κροαίνω: απαντά στη μετοχή κροαίνων και σε σύνθετα
- ποιητικός τύπος του κρούω
- (για άλογο) χτυπάω τα πόδια στο έδαφος
- → δείτε παράθεμα στο κροαίνων
- (ελληνιστική σημασία , για μουσικό όργανο) χτυπάω χορδή
- → δείτε παράθεμα στο κροαίνων
- (για άλογο) χτυπάω τα πόδια στο έδαφος
Σύνθετα επεξεργασία
ελληνιστικά:
Πηγές επεξεργασία
- κροαίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κροαίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.