*επείγω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών - μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος - |
Ετυμολογία επεξεργασία
*επείγω < αρχαία ελληνική ἐπείγω
Ρήμα επεξεργασία
*επείγω