a
ne mo
 
   

  Ετυμολογία

επεξεργασία
𐀀𐀚𐀗 < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂enh₁mos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂enh₁- (φυσάω, πνέω). Συγγενής η αρχαία ελληνική ἄνεμος.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

𐀀𐀚𐀗 (a-ne-mo)

  • «άνεμος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.