Ετυμολογία

επεξεργασία

από πρωτοσινοθιβετικό *s-ta-t (βάζω, τοποθετώ).

  Προφορά 1

επεξεργασία

πινγίν: zhuó , πινγίν: zháo , πινγίν: zhāo

(zh)

  • μόριο που δηλώνει την επιτυχία μιας πράξης
    書找著了。 / 书找着了。 ― Shū zhǎo zháo le. ― Το βιβλίο βρέθηκε (επιτυχώς).

(zh)

  • συνδέω
    附著 / 附着 ― fùzhuó - συνδέω
  • αγγίζω, έρχομαι σε επαφή
    著陸 / 着陆 ― zhuólù - προσγειώνομαι
  • φοράω
    衣著 / 衣着 ― yīzhuó ― ρουχισμός
  • πιάνω φωτιά, φλέγομαι
    火著得很歡。 / 火着得很欢。 ― Huǒ zháo de hěn huān. ― Η φωτιά καίει χαρούμενα

  Προφορά 2

επεξεργασία

πινγίν: zhe

(zh)

  • μόριο που δηλώνει τη συνέχιση μιας πράξης
    我們上漢語課 - 我们上汉语课 - Wǒmen shàng zhe hànyǔ kè - πηγαίνουμε σε μαθήματα κινεζικών

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • (απλοποιημένη γραφή)