πινγίν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πινγίν < (άμεσο δάνειο) αγγλική pinyin < κινεζική 拼音
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πινγίν άκλιτο
- το πιο διαδεδομένο, σήμερα, σύστημα μεταγραφής της κινεζικής σε λατινικούς χαρακτήρες
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
πινγίν στη Βικιπαίδεια