Ετυμολογία

επεξεργασία
積ん読 (σύνθετο) < 積む (στοιβάζομαι) + (διαβάζω/διάβασμα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

積ん読 (ja)

γραφή
kanji  積ん読 
kana つんどく
rōmaji tsundoku
  • (ανεπίσημο) το να αφήνεις ένα βιβλίο αδιάβαστο αφού το αγόρασες, τοποθετώντας το σε στοίβα με άλλα τέτοια βιβλία