ⲁⲅⲱⲛⲟⲑⲉⲧⲏⲥ
Κοπτικά (cop)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ⲁⲅⲱⲛⲟⲑⲉⲧⲏⲥ < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγωνοθέτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαⲁⲅⲱⲛⲟⲑⲉⲧⲏⲥ
- (σαχιδικά, μποχαϊρικά) αγωνοθέτης, οργανωτής, χορηγός αγώνα
Πηγές
επεξεργασία- Coptic Dictionary Online, ed. by the Koptische/Coptic Electronic Language and Literature International Alliance (KELLIA) [1]