ἀγωνοθέτης
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀγωνοθέτης αρσενικό
- o κριτής ή προεδρεύων σε έναν αγώνα
Συγγενικά επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883