Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ὅρα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ὅρα
(
συνηρημένο
)
β΄
πρόσωπο
ενικού
προστακτικής
ενεργητικού
ενεστώτα
του
ὁρῶ
άλλες μορφές:
(
ασυναίρετο
)
ὅραε
για το
ὁράω