ὁρριάριος
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὁρριάριος ήδη από τον 6ο αιώνα < (άμεσο δάνειο) λατινική horrearius
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὁρριάριος αρσενικό (θηλυκό ὁριαρία & ὁρριαρία)
- (αξίωμα, χριστιανισμός) αποθηκάριος μοναστηριού
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Δ', στίχ. 68 @georgakas.lit.auth.gr
- ἐκεῖνος ἐνι ὁρριάριος καὶ σύ ’σαι σκυβαλοφύλαξ,
- Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.
- ἐκεῖνος ἐνι ὁρριάριος καὶ σύ ’σαι σκυβαλοφύλαξ,
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Δ', στίχ. 68 @georgakas.lit.auth.gr
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὁρριάριος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ὁρριάριος σελ.89, Τόμος 14 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)