Ετυμολογία

επεξεργασία
ὁρριάριος ήδη από τον 6ο αιώνα < (άμεσο δάνειο) λατινική horrearius

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὁρριάριος αρσενικό (θηλυκό ὁριαρία & ὁρριαρία)

Άλλες μορφές

επεξεργασία