ὀστοφόρος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὀστοφόρος < αρχαία ελληνική ὀστοῦν + -φόρος
Επίθετο επεξεργασία
ὀστοφόρος, -ος, -ον
- καρπός που έχει σκληρό (όπως τα κόκκαλα) πυρήνα
- ※ Ἓσπειρεν ἐξ ὀπωρῶν ὀστοφόρων ὀστέα (απόσπασμα από το λεγόμενο Ὀνειροκριτικόν του Ἀχμέτ, όπως παρατίθεται στο: Θησαυρὸς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης - Thesaurus graecae linguae του Henri Estienne, τόμ. 5 (Παρίσι 1829), σ. 2314)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σελ.369, τόμ. Γ΄, σ. 369 Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών 1904