Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀστοφόρος < αρχαία ελληνική ὀστοῦν + -φόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

ὀστοφόρος, -ος, -ον

Άλλες μορφές

επεξεργασία