Δείτε επίσης: οστεοφόρος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

ὀστεοφόρος, -ος, -ον

※  ὁμοίως ἐάν ἴδῃ τις, ὃτι συνέχωσεν ἤτοι ἒσπειρεν ἐξ ὀπωρῶν ὀστεοφόρων ὀστέα, ὁμοίως μέριμναν καὶ φροντίδα εὑρήσει (από το βυζαντινό λεγόμενο Ὀνειροκριτικόν του Ἀχμέτ [λατ. Achmetis Oneirocriticon], ρνα΄ [έκδ. Τeubner, Λειψία 1925])