ὀρίγανον βλέπει
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαὀρίγανον βλέπει
- έχει ξινισμένα μούτρα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 603 (601-603)
- ἀλλ᾽ ὅμως ἐγὼ παρέξω | ᾽μαυτὸν ἀνδρεῖον τὸ λῆμα | καὶ βλέποντ᾽ ὀρίγανον.
- η καρδιά μου ωστόσο θα ᾽ναι | θάρρος κι αφοβιά γεμάτη | κι η ματιά μου… ριγανάτη.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ὅμως ἐγὼ παρέξω | ᾽μαυτὸν ἀνδρεῖον τὸ λῆμα | καὶ βλέποντ᾽ ὀρίγανον.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 603 (601-603)
Πηγές
επεξεργασία- ὀρίγανον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀρίγανον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.