Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀμόργνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃merǵ- (σκουπίζω).[1] Συγγενή: σανσκριτική मृज् (mṛj, σκουπίζω)

ὀμόργνυμι

  1. σκουπίζω
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 416 (416-417)
    Ἦ ῥα, καὶ ἀμφοτέρῃσιν ἀπ᾽ ἰχῶ χειρὸς ὀμόργνυ· | ἄλθετο χείρ, ὀδύναι δὲ κατηπιόωντο βαρεῖαι.
    Είπε· και με τα χέρια της σφογγίζει τον ιχώρα | απ᾽ την παλάμην κι έκλεισ᾽ η πληγή κι οι πόνοι επαύσαν.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. (στη μέση φωνή) σκουπίζω
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 527 (526-527)
    ἔνθ᾽ ἄλλοι Δαναῶν ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες | δάκρυά τ᾽ ὠμόργνυντο, τρέμον θ᾽ ὑπὸ γυῖα ἑκάστου·
    τότε λοιπόν οι άλλοι, των Δαναών οι αρχηγοί κι οι σύμβουλοι, | δεν μπόρεσαν να κρύψουν το δάκρυ και τον τρόμο, που τους παρέλυε τα γόνατα.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ὀμόργνυμι σελ. 1079 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.