ὀλιγόστευσις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὀλιγόστευσις < ὀλιγοστεύω + -σις < μεσαιωνική ελληνική ὀλιγοστεύω < αρχαία ελληνική ὀλίγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὀλιγόστευσις θηλυκό
- (καθαρεύουσα) το λιγόστεμα, η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ολιγοστεύω