Ἰουτλανδία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ἰουτλανδία < (λόγιο δάνειο) γερμανική Jütland + -ία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ut.lanˈði.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ἰ‐ουτ‐λαν‐δί‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἸουτλανδία θηλυκό (καθαρεύουσα)
- (χερσόνησος) η Γιουτλάνδη
- ※ ΒΙΒΟΡΓ ἢ Βιβούργ, μικρὰ πόλις παρὰ τὴν λίμνην Βιβούργ, καθέδρα τοῦ ἀνωτάτου δικαστηρίου της βορείου Ἰουτλανδίας, καὶ ἐπισκόπου. (Αδριανός Βάλβι, Γεωγραφία (μτφ. Κ. Μ. Κουμάς), books.google, τόμος 2 (Εν Βιέννη: Τυπογραφία Αντ. Μπέικο, 1838), σελ. 248)