Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἰσόπρεσβυς < ἴσος + πρέσβυς (γέροντας)

  Επίθετο επεξεργασία

ἰσόπρεσβυς

ὁ, ἡ ἰσόπρεσβυς, το ἰσόπρεσβυ