ἦτο
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἦτο < → λείπει η ετυμολογία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαἦτο (ελληνιστική κοινή)
- (σε επιγραφή) μορφή του 3ου προσώπου ενικού ἦν του εἰμί: ήταν
- ※ 2ος/1ος πκε αιώνας - IG X,2.2, 159, στίχ. 4, Πελαγονία @inscriptions.packuhm.org
- οὗτος, ἕως ἔζη, κεχαρισμένος ἦτο φίλοισιν·
- άλλες μορφές: ἦτον
- ⮡ και στην καθαρεύουσα ἦτο
- ※ 2ος/1ος πκε αιώνας - IG X,2.2, 159, στίχ. 4, Πελαγονία @inscriptions.packuhm.org
Συγγενικά
επεξεργασίατύποι από το εἰμί με ητ-
Δείτε επίσης
επεξεργασία- (μεσαιωνικά ελληνικά) ἦτον / ἤτονε (ήταν)