ἐσπρέσσος
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐσπρέσσος < (άμεσο δάνειο) ιταλική espresso
Επίθετο
επεξεργασίαἐσπρέσσος, -α, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΝΤΟΚΟΣ, ΜΑΡΙΑ ΜΕΛΕΝΤΗ, ΤΟ ΞΕΝΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΜΕΤΑΓΛΩΤΤΙΣΜΕΝΩΝ ΙΤΑΛΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΝΟΤΑΡΙΑΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΙΩΝ, Περιοδικό ΕΩΑ ΚΑΙ ΕΣΠΕΡΙΑ, τόμος 3, Αθήνα 1996-1997, doi: 10.12681/eoaesperia.39
Πηγές
επεξεργασία- ἐσπρέσσος σελ.292, Τόμος 6 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.