Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐρημοτοπία < ἐρημο- + τόπ(ος) + -ία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐρημοτοπία αρσενικό

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία