ἐρημοτοπία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἐρημοτοπία αρσενικό
- τόπος ακατοίκητος, ερημιά
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- ἐρημοτοπίαν (αιτιατική ενικού)
Συγγενικά
επεξεργασία- ἐρημότοπος
- → και δείτε τη λέξη ἐρημο-
Πηγές
επεξεργασία
- ἐρημοτοπία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].