Δείτε επίσης: ερημότοπος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐρημότοπος < ἐρημό- + -τοπος
ἐρημότοπος > νέα ελληνική: ερημότοπος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐρημότοπος αρσενικό

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

  • τὸν ἐρημότοπον (αιτιατική ενικού)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία