ἐρημότοπος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἐρημότοπος < ἐρημό- + -τοπος
- ἐρημότοπος > νέα ελληνική: ερημότοπος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἐρημότοπος αρσενικό
- τόπος ακατοίκητος, έρημος
- ※ Ἐκεῖ εἰς τὸν ἐρημότοπον καὶ εἰς τα θαλασσοβράχια
- ⌘Ανώνυμος, 13ος-15ος αιώνας, Αφήγησις Λιβίστρου και Ροδάμνης, Neapolitanus (αρχές 16ου αιώνα), 2922
- ※ Ἐκεῖ εἰς τὸν ἐρημότοπον καὶ εἰς τα θαλασσοβράχια
Κλιτικοί τύποι επεξεργασία
- τὸν ἐρημότοπον (αιτιατική ενικού)
Συγγενικά επεξεργασία
- ἐρημοτοπία
- → και δείτε τη λέξη ἐρημο-
Πηγές επεξεργασία
- ἐρημότοπος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].