Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπουρίζω ἐπ- + οὐρίζω < οὖρος

  Ρήμα επεξεργασία

ἐπουρίζω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία