ἐπουρίζω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ἐπουρίζω
- άλλη μορφή του ἐπουριάζω
- (μεταβατικό) ωθώ προς τα εμπρός σαν ούριος άνεμος
- (μεταβατικό) βοηθώ, εννοώ (μεταβατικό)
- (αμετάβατο) ταξιδεύω με ούριο άνεμο, κατευοδώνομαι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἐπουρίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπουρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.