ἐπισμυγερός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐπισμυγερός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἐπισμυγερός, -ά/-ή, -όν
- σκυθρωπός, λυπημένος, επαίσχυντος, ελεεινός, οδυνηρός
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 264 (264-265)
- πὰρ δ᾽ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή τε καὶ αἰνή, | χλωρὴ ἀυσταλέη λιμῷ καταπεπτηυῖα,
- Στο πλάι στεκότανε κι η Καταχνιά, ελεεινή και φοβερή, | ωχρή, ξερή, από την πείνα ζαρωμένη,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- πὰρ δ᾽ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή τε καὶ αἰνή, | χλωρὴ ἀυσταλέη λιμῷ καταπεπτηυῖα,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 264 (264-265)
Παράγωγα
επεξεργασία- ἐπισμυγερῶς (επίρρημα)
Πηγές
επεξεργασία- ἐπισμυγερός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπισμυγερός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.