Δείτε επίσης: Ἐπιμηθεύς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπιμηθεύς < (αρχαία ελληνική Ἐπιμηθεύς, ἐπιμηθής ) ἐπί + (αρχαία ελληνική) μῆδος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐπιμηθεύς αρσενικό (καθαρεύουσα) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο Ἐπιμηθεύς)