Δείτε επίσης: επιδέξιος

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπιδέξιος < ἐπί + δεξιός

ἐπιδέξιος -ος -ον

  1. που έχει φορά από αριστερά προς τα δεξιά
  2. επιδέξιος, ικανός, έξυπνος