Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία = επεξεργασία

ἐπίστεψις < αρχαία ελληνική επιστέφω, επιστεφ- + -σις > -ψις. Η λέξη, από το 1898.[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐπίστεψις θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 401, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου